ἐπίσημα

ἐπίσημα
ἐπίσημα
device
neut nom/voc/acc sg
ἐπίσημον
distinguishing
neut nom/voc/acc pl
ἐπίσημος
serving to distinguish
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επίσημα — το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) [σήμα] νεοελλ. 1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του 2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο 3 …   Dictionary of Greek

  • επίσημα — το, ατος 1. διακριτικό σήμα, σημείο, «σήμα κατατεθέν». 2. σήμα σε χρυσά ή ασημένια σκεύη για πιστοποίηση της γνησιότητας και της περιεκτικότητάς τους σε χρυσάφι ή ασήμι: Επίσημα χρυσού. 3. φρ., «κινητό επίσημα», κινητό χαρτόσημο. 4. (ναυτ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοὐπίσημ' — ἐπίσημα , ἐπίσημα device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημα , ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημα , ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl ἐπίσημε , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀπίσημα — ἐπίσημα , ἐπίσημα device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημα , ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημα , ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσημ' — ἐπίσημα , ἐπίσημα device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημα , ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημα , ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl ἐπίσημε , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητόρια — Επίσημα γεύματα που οργανώνονταν κατά τη βυζαντινή εποχή στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, στους βασιλικούς γάμους ή για να τιμηθούν ξένοι επίσημοι, επισκέπτες της αυτοκρατορίας. Οργανώνονταν βάσει αυστηρού κανονισμού, που ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • ἐπισημάνασθαι — ἐπισημά̱νασθαι , ἐπισημαίνω mark aor inf mid (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισήμασι — ἐπίσημα device neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”